Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταξίφυλλος
τάξος
Τάοχοι
ταπεινολογία
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφρονέω
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόψυχος
ταπεινόω
ταπείνωμα
ταπείνωσις
ταπεινωτέον
ταπή
τάπης
ταπητάριος
ταπητέμπορος
ταπιδυφάντης
ταπιδύφος
τάπις
View word page
ταπεινόω
to lower
ShortDef
to lower
Debugging
Headword:
ταπεινόω
Headword (normalized):
ταπεινόω
Headword (normalized/stripped):
ταπεινοω
IDX:
86727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86728
Key:
Data
{'content': 'to lower'}