Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταξιόομαι
τάξις
ταξίφυλλος
τάξος
Τάοχοι
ταπεινολογία
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφρονέω
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόψυχος
ταπεινόω
ταπείνωμα
ταπείνωσις
ταπεινωτέον
ταπή
τάπης
ταπητάριος
ταπητέμπορος
ταπιδυφάντης
View word page
ταπεινόφρων
lowly in mind
ShortDef
lowly in mind
Debugging
Headword:
ταπεινόφρων
Headword (normalized):
ταπεινόφρων
Headword (normalized/stripped):
ταπεινοφρων
IDX:
86725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86726
Key:
Data
{'content': 'lowly in mind'}