Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
ταξιόομαι
τάξις
ταξίφυλλος
τάξος
Τάοχοι
ταπεινολογία
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφρονέω
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόψυχος
ταπεινόω
ταπείνωμα
ταπείνωσις
ταπεινωτέον
ταπή
τάπης
ταπητάριος
View word page
ταπεινοφρονέω
to be lowly in mind, humble
ShortDef
to be lowly in mind, humble
Debugging
Headword:
ταπεινοφρονέω
Headword (normalized):
ταπεινοφρονέω
Headword (normalized/stripped):
ταπεινοφρονεω
IDX:
86723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86724
Key:
Data
{'content': 'to be lowly in mind, humble'}