Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
ταξιόομαι
τάξις
ταξίφυλλος
τάξος
Τάοχοι
ταπεινολογία
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφρονέω
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόψυχος
ταπεινόω
View word page
ταξίφυλλος
with leaves set in rows

ShortDef

with leaves set in rows

Debugging

Headword:
ταξίφυλλος
Headword (normalized):
ταξίφυλλος
Headword (normalized/stripped):
ταξιφυλλος
IDX:
86717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86718
Key:

Data

{'content': 'with leaves set in rows'}