Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
ταξιόομαι
τάξις
ταξίφυλλος
τάξος
Τάοχοι
ταπεινολογία
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφρονέω
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόψυχος
View word page
τάξις
an arranging

ShortDef

an arranging

Debugging

Headword:
τάξις
Headword (normalized):
τάξις
Headword (normalized/stripped):
ταξις
IDX:
86716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86717
Key:

Data

{'content': 'an arranging'}