Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
ταξιόομαι
τάξις
ταξίφυλλος
τάξος
Τάοχοι
ταπεινολογία
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφρονέω
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
View word page
ταξιόομαι
to engage in battle

ShortDef

to engage in battle

Debugging

Headword:
ταξιόομαι
Headword (normalized):
ταξιόομαι
Headword (normalized/stripped):
ταξιοομαι
IDX:
86715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86716
Key:

Data

{'content': 'to engage in battle'}