Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
ταξιόομαι
τάξις
ταξίφυλλος
τάξος
Τάοχοι
ταπεινολογία
ταπεινός
ταπεινότης
ταπεινοφρονέω
View word page
ταξίλοχος
commanding a λόχος or division

ShortDef

commanding a λόχος or division

Debugging

Headword:
ταξίλοχος
Headword (normalized):
ταξίλοχος
Headword (normalized/stripped):
ταξιλοχος
IDX:
86713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86714
Key:

Data

{'content': 'commanding a λόχος or division'}