Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
ταξιόομαι
τάξις
ταξίφυλλος
τάξος
Τάοχοι
ταπεινολογία
ταπεινός
View word page
ταξιαρχικός
of a ταξίαρχος
ShortDef
of a ταξίαρχος
Debugging
Headword:
ταξιαρχικός
Headword (normalized):
ταξιαρχικός
Headword (normalized/stripped):
ταξιαρχικος
IDX:
86711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86712
Key:
Data
{'content': 'of a ταξίαρχος'}