Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
ταξιόομαι
τάξις
ταξίφυλλος
τάξος
Τάοχοι
ταπεινολογία
View word page
ταξιαρχία
the office of taxiarch

ShortDef

the office of taxiarch

Debugging

Headword:
ταξιαρχία
Headword (normalized):
ταξιαρχία
Headword (normalized/stripped):
ταξιαρχια
IDX:
86710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86711
Key:

Data

{'content': 'the office of taxiarch'}