Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
ταξιόομαι
τάξις
ταξίφυλλος
τάξος
View word page
ταξιαρχέω
to be a taxiarch
ShortDef
to be a taxiarch
Debugging
Headword:
ταξιαρχέω
Headword (normalized):
ταξιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
ταξιαρχεω
IDX:
86708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86709
Key:
Data
{'content': 'to be a taxiarch'}