Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
ταξιόομαι
τάξις
ταξίφυλλος
View word page
ταξεώτης
officer of a magistrate, sergeant, commissary
ShortDef
officer of a magistrate, sergeant, commissary
Debugging
Headword:
ταξεώτης
Headword (normalized):
ταξεώτης
Headword (normalized/stripped):
ταξεωτης
IDX:
86707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86708
Key:
Data
{'content': 'officer of a magistrate, sergeant, commissary'}