Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
ταξιόζωτος
View word page
τανύω
to stretch, strain, stretch out

ShortDef

to stretch, strain, stretch out

Debugging

Headword:
τανύω
Headword (normalized):
τανύω
Headword (normalized/stripped):
τανυω
IDX:
86704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86705
Key:

Data

{'content': 'to stretch, strain, stretch out'}