Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
ταξίλοχος
View word page
τανυχειλής
long-nebbed

ShortDef

long-nebbed

Debugging

Headword:
τανυχειλής
Headword (normalized):
τανυχειλής
Headword (normalized/stripped):
τανυχειλης
IDX:
86703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86704
Key:

Data

{'content': 'long-nebbed'}