Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
ταξίαρχος
View word page
τανύφυλλος
with long-pointed leaves

ShortDef

with long-pointed leaves

Debugging

Headword:
τανύφυλλος
Headword (normalized):
τανύφυλλος
Headword (normalized/stripped):
τανυφυλλος
IDX:
86702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86703
Key:

Data

{'content': 'with long-pointed leaves'}