Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
ταξιαρχέω
ταξιάρχης
ταξιαρχία
ταξιαρχικός
View word page
τανύφλοιος
with long-stretched bark

ShortDef

with long-stretched bark

Debugging

Headword:
τανύφλοιος
Headword (normalized):
τανύφλοιος
Headword (normalized/stripped):
τανυφλοιος
IDX:
86701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86702
Key:

Data

{'content': 'with long-stretched bark'}