Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
ταξείδιον
ταξεώτης
View word page
τανυστύς
a stretching, stringing

ShortDef

a stretching, stringing

Debugging

Headword:
τανυστύς
Headword (normalized):
τανυστύς
Headword (normalized/stripped):
τανυστυς
IDX:
86697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86698
Key:

Data

{'content': 'a stretching, stringing'}