Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
ταξᾶτος
View word page
τανύσκομαι
to be 'on the stretch

ShortDef

to be 'on the stretch

Debugging

Headword:
τανύσκομαι
Headword (normalized):
τανύσκομαι
Headword (normalized/stripped):
τανυσκομαι
IDX:
86695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86696
Key:

Data

{'content': "to be 'on the stretch"}