Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
τανύω
View word page
τανύσκιος
with long-stretching shadow

ShortDef

with long-stretching shadow

Debugging

Headword:
τανύσκιος
Headword (normalized):
τανύσκιος
Headword (normalized/stripped):
τανυσκιος
IDX:
86694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86695
Key:

Data

{'content': 'with long-stretching shadow'}