Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανύπρωρος
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανυχειλής
View word page
τανυσίσκοπος
far-seeing
ShortDef
far-seeing
Debugging
Headword:
τανυσίσκοπος
Headword (normalized):
τανυσίσκοπος
Headword (normalized/stripped):
τανυσισκοπος
IDX:
86693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86694
Key:
Data
{'content': 'far-seeing'}