Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανύπρεμνος
τανύπρωρος
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
τανύφυλλος
View word page
τάνυσις
tension
ShortDef
tension
Debugging
Headword:
τάνυσις
Headword (normalized):
τάνυσις
Headword (normalized/stripped):
τανυσις
IDX:
86692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86693
Key:
Data
{'content': 'tension'}