Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανυπλόκαμος
τανύπρεμνος
τανύπρωρος
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
τανύφθογγος
τανύφλοιος
View word page
τανυσίπτερος
with extended wings, long-winged

ShortDef

with extended wings, long-winged

Debugging

Headword:
τανυσίπτερος
Headword (normalized):
τανυσίπτερος
Headword (normalized/stripped):
τανυσιπτερος
IDX:
86691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86692
Key:

Data

{'content': 'with extended wings, long-winged'}