Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανυπλόκαμος
τανύπρεμνος
τανύπρωρος
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
τανυφάντης
View word page
τανύρροιζος
whizzing along
ShortDef
whizzing along
Debugging
Headword:
τανύρροιζος
Headword (normalized):
τανύρροιζος
Headword (normalized/stripped):
τανυρροιζος
IDX:
86689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86690
Key:
Data
{'content': 'whizzing along'}