Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανυπλόκαμος
τανύπρεμνος
τανύπρωρος
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
τανύσφυρος
View word page
τανύρρινος
long-nosed

ShortDef

long-nosed

Debugging

Headword:
τανύρρινος
Headword (normalized):
τανύρρινος
Headword (normalized/stripped):
τανυρρινος
IDX:
86688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86689
Key:

Data

{'content': 'long-nosed'}