Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανυπλόκαμος
τανύπρεμνος
τανύπρωρος
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
τανυστύς
View word page
τανύρριζος
with far-stretching roots
ShortDef
with far-stretching roots
Debugging
Headword:
τανύρριζος
Headword (normalized):
τανύρριζος
Headword (normalized/stripped):
τανυρριζος
IDX:
86687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86688
Key:
Data
{'content': 'with far-stretching roots'}