Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανυπλόκαμος
τανύπρεμνος
τανύπρωρος
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
τανύσκομαι
τανύστροφος
View word page
τανύπτορθος
branching
ShortDef
branching
Debugging
Headword:
τανύπτορθος
Headword (normalized):
τανύπτορθος
Headword (normalized/stripped):
τανυπτορθος
IDX:
86686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86687
Key:
Data
{'content': 'branching'}