Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανυκρήπις
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανυπλόκαμος
τανύπρεμνος
τανύπρωρος
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
τανυσίσκοπος
τανύσκιος
View word page
τανύπτερος
with wings extended, long-winged
ShortDef
with wings extended, long-winged
Debugging
Headword:
τανύπτερος
Headword (normalized):
τανύπτερος
Headword (normalized/stripped):
τανυπτερος
IDX:
86684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86685
Key:
Data
{'content': 'with wings extended, long-winged'}