Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανυκνήμις
τανύκραιρος
τανυκρήπις
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανυπλόκαμος
τανύπρεμνος
τανύπρωρος
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
τάνυσις
View word page
τανύπρεμνος
with long stem

ShortDef

with long stem

Debugging

Headword:
τανύπρεμνος
Headword (normalized):
τανύπρεμνος
Headword (normalized/stripped):
τανυπρεμνος
IDX:
86682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86683
Key:

Data

{'content': 'with long stem'}