Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανύθριξ
τανυκνήμις
τανύκραιρος
τανυκρήπις
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανυπλόκαμος
τανύπρεμνος
τανύπρωρος
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
τανύρριζος
τανύρρινος
τανύρροιζος
τανυσίδρομος
τανυσίπτερος
View word page
τανυπλόκαμος
with long locks of hair

ShortDef

with long locks of hair

Debugging

Headword:
τανυπλόκαμος
Headword (normalized):
τανυπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
τανυπλοκαμος
IDX:
86681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86682
Key:

Data

{'content': 'with long locks of hair'}