Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανυηχής
τανύθριξ
τανυκνήμις
τανύκραιρος
τανυκρήπις
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανυπλόκαμος
τανύπρεμνος
τανύπρωρος
τανύπτερος
τανυπτέρυξ
τανύπτορθος
View word page
τανυμήκης
long-stretched, tall

ShortDef

long-stretched, tall

Debugging

Headword:
τανυμήκης
Headword (normalized):
τανυμήκης
Headword (normalized/stripped):
τανυμηκης
IDX:
86676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86677
Key:

Data

{'content': 'long-stretched, tall'}