Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανυγλώχιν
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανυηχής
τανύθριξ
τανυκνήμις
τανύκραιρος
τανυκρήπις
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανυπλόκαμος
τανύπρεμνος
τανύπρωρος
τανύπτερος
View word page
τανυκρήπις
with long, high base

ShortDef

with long, high base

Debugging

Headword:
τανυκρήπις
Headword (normalized):
τανυκρήπις
Headword (normalized/stripped):
τανυκρηπις
IDX:
86674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86675
Key:

Data

{'content': 'with long, high base'}