Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχιν
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανυηχής
τανύθριξ
τανυκνήμις
τανύκραιρος
τανυκρήπις
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανυπλόκαμος
τανύπρεμνος
View word page
τανυκνήμις
long-legged
ShortDef
long-legged
Debugging
Headword:
τανυκνήμις
Headword (normalized):
τανυκνήμις
Headword (normalized/stripped):
τανυκνημις
IDX:
86672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86673
Key:
Data
{'content': 'long-legged'}