Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχιν
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανυηχής
τανύθριξ
τανυκνήμις
τανύκραιρος
τανυκρήπις
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανυπλόκαμος
View word page
τανύθριξ
long-haired, shaggy

ShortDef

long-haired, shaggy

Debugging

Headword:
τανύθριξ
Headword (normalized):
τανύθριξ
Headword (normalized/stripped):
τανυθριξ
IDX:
86671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86672
Key:

Data

{'content': 'long-haired, shaggy'}