Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχιν
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανυηχής
τανύθριξ
τανυκνήμις
τανύκραιρος
τανυκρήπις
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
View word page
τανυῆλιξ
of extended age

ShortDef

of extended age

Debugging

Headword:
τανυῆλιξ
Headword (normalized):
τανυῆλιξ
Headword (normalized/stripped):
τανυηλιξ
IDX:
86669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86670
Key:

Data

{'content': 'of extended age'}