Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανίφυλλος
Ταντάλειος
Τανταλίδης
τανταλίζω
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχιν
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανυηχής
τανύθριξ
τανυκνήμις
τανύκραιρος
τανυκρήπις
View word page
τανυγλώχιν
with slender

ShortDef

with slender

Debugging

Headword:
τανυγλώχιν
Headword (normalized):
τανυγλώχιν
Headword (normalized/stripped):
τανυγλωχιν
IDX:
86664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86665
Key:

Data

{'content': 'with slender'}