Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανίσφυρος
τανίφυλλος
Ταντάλειος
Τανταλίδης
τανταλίζω
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχιν
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανυηχής
τανύθριξ
τανυκνήμις
τανύκραιρος
View word page
τανύγλωσσος
long-tongued, chattering

ShortDef

long-tongued, chattering

Debugging

Headword:
τανύγλωσσος
Headword (normalized):
τανύγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
τανυγλωσσος
IDX:
86663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86664
Key:

Data

{'content': 'long-tongued, chattering'}