Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
Ταντάλειος
Τανταλίδης
τανταλίζω
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχιν
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανυηχής
τανύθριξ
τανυκνήμις
View word page
τανύγληνος
large-eyed, full-eyed

ShortDef

large-eyed, full-eyed

Debugging

Headword:
τανύγληνος
Headword (normalized):
τανύγληνος
Headword (normalized/stripped):
τανυγληνος
IDX:
86662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86663
Key:

Data

{'content': 'large-eyed, full-eyed'}