Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τάνις
τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
Ταντάλειος
Τανταλίδης
τανταλίζω
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχιν
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανυηχής
τανύθριξ
View word page
τανυ
stretched out long

ShortDef

stretched out long

Debugging

Headword:
τανυ
Headword (normalized):
τανυ
Headword (normalized/stripped):
τανυ
IDX:
86661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86662
Key:

Data

{'content': 'stretched out long'}