Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τανήλοφος
τανθαρύζω
τάνις
τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
Ταντάλειος
Τανταλίδης
τανταλίζω
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχιν
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
View word page
τανταλόομαι
to be balanced

ShortDef

to be balanced

Debugging

Headword:
τανταλόομαι
Headword (normalized):
τανταλόομαι
Headword (normalized/stripped):
τανταλοομαι
IDX:
86659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86660
Key:

Data

{'content': 'to be balanced'}