Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανεῖαι
τανηλεγής
τανήλοφος
τανθαρύζω
τάνις
τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
Ταντάλειος
Τανταλίδης
τανταλίζω
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχιν
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
View word page
τανταλίζω
wave about
ShortDef
wave about
Debugging
Headword:
τανταλίζω
Headword (normalized):
τανταλίζω
Headword (normalized/stripped):
τανταλιζω
IDX:
86657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86658
Key:
Data
{'content': 'wave about'}