Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταναϋφής
τανάχαλκος
ταναῶπις
τανεῖαι
τανηλεγής
τανήλοφος
τανθαρύζω
τάνις
τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
Ταντάλειος
Τανταλίδης
τανταλίζω
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
τανυγλώχιν
View word page
τανίφυλλος
with long foliage

ShortDef

with long foliage

Debugging

Headword:
τανίφυλλος
Headword (normalized):
τανίφυλλος
Headword (normalized/stripped):
τανιφυλλος
IDX:
86654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86655
Key:

Data

{'content': 'with long foliage'}