Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταναύπους
ταναϋφής
τανάχαλκος
ταναῶπις
τανεῖαι
τανηλεγής
τανήλοφος
τανθαρύζω
τάνις
τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
Ταντάλειος
Τανταλίδης
τανταλίζω
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανυ
τανύγληνος
τανύγλωσσος
View word page
τανίσφυρος
slender-ankled

ShortDef

slender-ankled

Debugging

Headword:
τανίσφυρος
Headword (normalized):
τανίσφυρος
Headword (normalized/stripped):
τανισφυρος
IDX:
86653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86654
Key:

Data

{'content': 'slender-ankled'}