Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταναίμυκος
Τάναϊς
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναϋφής
τανάχαλκος
ταναῶπις
τανεῖαι
τανηλεγής
τανήλοφος
τανθαρύζω
τάνις
τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
Ταντάλειος
Τανταλίδης
τανταλίζω
Τανταλίς
τανταλόομαι
View word page
τανήλοφος
long-necked, with a long dome

ShortDef

long-necked, with a long dome

Debugging

Headword:
τανήλοφος
Headword (normalized):
τανήλοφος
Headword (normalized/stripped):
τανηλοφος
IDX:
86649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86650
Key:

Data

{'content': 'long-necked, with a long dome'}