Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ταναγρικός
ταναήκης
ταναηχέτης
τάναι
ταναίμυκος
Τάναϊς
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναϋφής
τανάχαλκος
ταναῶπις
τανεῖαι
τανηλεγής
τανήλοφος
τανθαρύζω
τάνις
τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
Ταντάλειος
View word page
τανάχαλκος
of stretched

ShortDef

of stretched

Debugging

Headword:
τανάχαλκος
Headword (normalized):
τανάχαλκος
Headword (normalized/stripped):
ταναχαλκος
IDX:
86645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86646
Key:

Data

{'content': 'of stretched'}