Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ταναγραῖος
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναηχέτης
τάναι
ταναίμυκος
Τάναϊς
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναϋφής
τανάχαλκος
ταναῶπις
τανεῖαι
τανηλεγής
τανήλοφος
τανθαρύζω
τάνις
τανισια
τανίσφυρος
τανίφυλλος
View word page
ταναϋφής
woven long and finely

ShortDef

woven long and finely

Debugging

Headword:
ταναϋφής
Headword (normalized):
ταναϋφής
Headword (normalized/stripped):
ταναυφης
IDX:
86644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86645
Key:

Data

{'content': 'woven long and finely'}