Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναηχέτης
τάναι
ταναίμυκος
Τάναϊς
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναϋφής
τανάχαλκος
ταναῶπις
τανεῖαι
τανηλεγής
τανήλοφος
τανθαρύζω
τάνις
τανισια
τανίσφυρος
View word page
ταναύπους
stretching the feet, long-striding, longshanked

ShortDef

stretching the feet, long-striding, longshanked

Debugging

Headword:
ταναύπους
Headword (normalized):
ταναύπους
Headword (normalized/stripped):
ταναυπους
IDX:
86643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86644
Key:

Data

{'content': 'stretching the feet, long-striding, longshanked'}