Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τάναγρα
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναηχέτης
τάναι
ταναίμυκος
Τάναϊς
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναϋφής
τανάχαλκος
ταναῶπις
τανεῖαι
τανηλεγής
τανήλοφος
τανθαρύζω
τάνις
τανισια
View word page
ταναός
stretched, outstretched, tall, long, taper

ShortDef

stretched, outstretched, tall, long, taper

Debugging

Headword:
ταναός
Headword (normalized):
ταναός
Headword (normalized/stripped):
ταναος
IDX:
86642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86643
Key:

Data

{'content': 'stretched, outstretched, tall, long, taper'}