Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τανάγρα
Τάναγρα
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναηχέτης
τάναι
ταναίμυκος
Τάναϊς
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναϋφής
τανάχαλκος
ταναῶπις
τανεῖαι
τανηλεγής
τανήλοφος
τανθαρύζω
τάνις
View word page
ταναόδειρος
long-necked
ShortDef
long-necked
Debugging
Headword:
ταναόδειρος
Headword (normalized):
ταναόδειρος
Headword (normalized/stripped):
ταναοδειρος
IDX:
86641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86642
Key:
Data
{'content': 'long-necked'}