Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τᾶμον
Ταμύναι
Ταμώς
τάν
τᾶν
τανάγρα
Τάναγρα
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναηχέτης
τάναι
ταναίμυκος
Τάναϊς
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναϋφής
τανάχαλκος
ταναῶπις
View word page
ταναήκης
with long point

ShortDef

with long point

Debugging

Headword:
ταναήκης
Headword (normalized):
ταναήκης
Headword (normalized/stripped):
ταναηκης
IDX:
86636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86637
Key:

Data

{'content': 'with long point'}