Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
Ταμύναι
Ταμώς
τάν
τᾶν
τανάγρα
Τάναγρα
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναηχέτης
τάναι
View word page
Ταμώς
Tamos
ShortDef
Tamos
Debugging
Headword:
Ταμώς
Headword (normalized):
ταμώς
Headword (normalized/stripped):
ταμως
IDX:
86628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86629
Key:
Data
{'content': 'Tamos'}