Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
Ταμύναι
Ταμώς
τάν
τᾶν
τανάγρα
Τάναγρα
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Ταναγρικός
ταναήκης
View word page
τᾶμον
to-day
ShortDef
to-day
Debugging
Headword:
τᾶμον
Headword (normalized):
τᾶμον
Headword (normalized/stripped):
ταμον
IDX:
86626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86627
Key:
Data
{'content': 'to-day'}